- ἐνέπεσε
- ἐμπίτνωfall uponaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
напасти — НАПА|СТИ 1 (2*), ДОУ, ДЕТЬ гл. Нападать: помѧни пиюштааго теплѹ водѹ отъ слъньца въстопѣвъшѫ. и тѹ же порохѫ нападъшѫ. ѡть мѣста незавѣтръна. Изб 1076, 41; то же ЗЦ к. XIV, 73–74. НАПА|СТИ 2 (88), ДОУ, ДЕТЬ гл. 1. Припасть, приникнуть: видѧ же… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κατανέμω — (AM κατανέμω) 1. διαιρώ κάτι σε μέρη ή ομάδες («δέκα δὲ καὶ τοὺς δήμους κατένειμε ἐς τὰς φυλάς», Ηρόδ.) 2. διανέμω, διαμοιράζω (α. «κατένειμε τήν περιουσία του στα παιδιά του» β. «κατανεῑμαι δὲ τὴν χώρην Αἰιγυπτίοισι», Ηρόδ.) αρχ. 1. βόσκω… … Dictionary of Greek
κουφολογία — κουφολογία, ἡ (Α) [κουφολογώ] απερίσκεπτα λόγια («τοῑς δὲ Ἀθηναῑοις ἐνέπεσε μέν τι καὶ γέλωτος τῆ κουφολογίᾳ αύτοῡ», Θουκ.) … Dictionary of Greek